- φήμη
- Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο, τέκνο χρυσής ελπίδος κλπ. Βωμός της θεάς Φ. υπήρχε στην Αθήνα, στην Αγορά, κοντά στον βωμό της Αιδούς. Όπως διαπιστώνεται από νομίσματα που έφεραν τη λέξη Φάμα, τη Φ. τιμούσαν και οι Κερκυραίοι.
* * *η, ΝΜΑ, και φούμη Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. φάμα και πιθ. δωρ. τ. φήμα Α1. ανεξακρίβωτη πληροφορία ή είδηση που διαδίδεται από στόμα σε στόμα, διάδοση (α. «κυκλοφορεί η φήμη ότι θα δοθεί και νέα αύξηση» β. «φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.)2. δημόσια γνώμη, καλή ή κακή, για ένα πρόσωπο και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή φήμη στη γειτονιά» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμηνφήμη γάρ τε κακὴ πέλεται», Ησίοδ.)3. (ιδίως) η καλή γνώμη για κάποιον, αίγλη (α. «έχει μεγάλη φήμη» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», Πλάτ.)4. ως κύριο όν. Φήμημυθ. αλληγορική μορφή τής ελληνικής και τής ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεωννεοελλ.1. (νομ.) ανεξέλεγκτος ισχυρισμός για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται προφορικά ή και με όποιον άλλο τρόπο ως κρατούσα γνώμη2. φρ. «φήμη και πελατεία»(οικον.) η αξία μιας επιχείρησης πέραν τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία είναι μέρος τού «αέρα» και αποτελεί μορφή υπεραξίας τής επιχείρησηςνεοελλ.-μσν.εκκλ. ευχή που ψάλλεται για επίσκοπο ο οποίος ιερουργείαρχ.1. φωνή ή λόγος άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, θείος λόγος προφητικού χαρακτήρα2. προφητεία ή χρησμός που διατυπώνεται μετά από την ερμηνεία οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε τοῡ ὀνείρου τὴν φήμην», Ηρόδ.)3. θεϊκό σημάδι, οιωνός («φήμης ἕνεκα», Πλάτ.)4. κάθε είδος λόγου («φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα στένει», Αισχύλ.)5. παράδοση, μύθος (α. «ἀλλ' ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι», Αισχύλ.β. «ὅσους ἡ κοινὴ φήμη παραδέδωκεν [θεούς]», Φιλόδ.)6. μήνυμα, παραγγελία7. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) αἱ φᾱμαιοι επαινετικοί ύμνοι8. ως κύριο όν. θεά, κόρη τής Διαβολής, την οποία θεωρούσαν αγγελιαφόρο τών νικών9. φρ. α) «φήμη λόγων»(στην ποίηση) (κατά περίφρ.) οι λόγοι (Σοφ.)β) «φήμη ἀγαθή» — ευφημία (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη-/φᾱ- τής απαθούς βαθμίδας τού ρ. φημί* + κατάλ. -μη / -μᾱ (πρβλ. γνώ-μη, ῥώ-μη, τόλ-μη)].
Dictionary of Greek. 2013.